- σηματολογώ
- (ε) μκτ. определять, устанавливать вымпел судна
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σηματολογώ — Ν ναυτ. ορίζω το σήμα πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, ατος + λογώ] … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
σηματολόγηση — η, Ν 1. καθαρισμός τού διακριτικού σήματος τού πλοίου 2. εγγραφή τού πλοίου στο νηολόγιο και στα άλλα βιβλία, όπως ορίζει ο νόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηματολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. σηματολόγησις, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek